- σέβομαι
- ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.)2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ)νεοελλ.τηρώ, υπακούω (α. «δεν σεβάστηκαν τους όρους τής συμφωνίας» β. «σέβομαι τους νόμους»)αρχ.1. ενεργ. σέβωα) (ιδίως σχετικά με θεούς) λατρεύω, προσκυνώ («δεινὸς ὅς θεοὺς σέβει», Αισχύλ.)β) απόλ. είμαι θρήσκος, ευσεβής («τὸν σέβοντ' εὐεργετεῑν», Αισχύλ.)2. μέσ. α) (σχετικά με βασιλιά) απονέμω τιμή, τιμώ («σέβου,... θῶπτε τὸν κρατοῡντ' ἀεί», Αισχύλ.)β) αισθάνομαι φόβο και συστολή ενώπιον τού Θεού, ιδίως όταν πρόκειται να πράξω κάτι το απρεπές («ἰδοῡσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῑσα ἀνέπεσεν ὑπτία», Πλάτ)γ) (με απρμφ.) διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι («σέβεται καὶ φοβεῑται... τό τι κινεῑν τῶν καθεστώτων», Πλάτ.)3. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σεβόμενοντο σέβας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σέβομαι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tyegw- «φεύγω τρομαγμένος, στρέφομαι προς τα πίσω έντρομος, απομακρύνομαι, εγκαταλείπω» (τό φώνημα ty- στην Ελληνική έδωσε σ-, ενώ ο χειλοϋπερωικός φθόγγος αποδόθηκε με χειλικό σύμφωνο β- πριν από φωνήεν -ο-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. tyajati «αποχωρίζομαι, εγκαταλείπω». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας σοβ- ανάγεται ο επιτατικός-επαναληπτικός τ. σοβῶ, -έω (πρβλ. φέβομαι: φοβῶ, -έω) που ανταποκρίνεται περισσότερο στη σημ. τής ρίζας: «κινούμαι ορμητικά, ταράζομαι» (βλ. λ. σοβώ, σοβαρός). Στο ρ. σέβομαι, τέλος, θα πρέπει να αποδοθεί μια αρχική σημ. «απομακρύνομαι με δέος από κάτι», από όπου οι κατ’ εξοχήν σημ. τού ρήματος: «αισθάνομαι φόβο και συστολή μπροστά σε κάτι σπουδαίο, όπως είναι ο Θεός, διστάζω, δεν τολμώ να πράξω κάτι απρεπές» και εν συνεχεία, σχετικά με θεούς, «λατρεύω, προσκυνώ» και, γενικά, «αισθάνομαι σεβασμό, τιμώ με ευλάβεια», από όπου και η νεοελλ. σημ. τού ρ. «υπακούω» (πρβλ. σέβας, σεπτός, σεμνός)].
Dictionary of Greek. 2013.